λοιγός

λοιγός
(I)
λοιγός, -οῡ, ὁ (Α)
καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig-, η οποία είχε και πρόθημα *o-leig-. Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας εμφανίζουν το λιθουαν. liga «ασθένεια» και το λεττον. liga «ασθένεια», καθώς και τα αλβ. lig «κακός, αδύνατος» και ιρλδ. liach «άθλιος, δυστυχής». Στη μορφή *o-leig- της ρίζας ανάγεται το ολίγος.
ΠΑΡ. αρχ. λοίγιος, λοιγίστρια.
ΣΥΝΘ. αρχ. λοιγολαμπής].
————————
(II)
λοιγός, -όν (Α)
λοίγιος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. τού λοίγιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοιγός — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγοῖο — λοιγός ruin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγοῦ — λοιγός ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγόν — λοιγός ruin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • σκυθολοιγός — όν, Μ αυτός που εξολοθρεύει τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + λοιγός «καταστροφή, όλεθρος» (πρβλ. βροτο λοιγός)] …   Dictionary of Greek

  • αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • βροτολοιγός — βροτολοιγός, όν (Α) ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»] …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”